πρόσχαρα

πρόσχαρα
Ν
επίρρ. βλ. πρόσχαρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρόσχαρα — επίρρ. τροπ., με χαρά, με φιλοφροσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόσχαρος — η, ο, Ν [προσχαίρω] γεμάτος χαρά, ευχάριστος, ευάρεστος. επίρρ... πρόσχαρα Ν με ευχάριστο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • χαριεντίζομαι — ΝΜΑ [χαρίεις, εντος] 1. συμπεριφέρομαι πρόσχαρα, με χάρη 2. αστειεύομαι με χάρη, λέω χαριτωμένα αστεία νεοελλ. ερωτοτροπώ, φλερτάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”